Στη Δραπετσώνα, εκεί που σήμερα εκτείνεται η οδός Μπουδούτση, ένα συγκρότημα τριών κτιρίων υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μοναδικό μέρος όπου κάποιος μπορούσε να αγοράσει -νόμιμα- σeξ στον Πειραιά.
Τα «Βούρλα», όπως ονομάστηκαν, άνοιξαν το 1875. Χτίστηκαν στην ακατοίκητη τότε Δραπετσώνα και αποτέλεσαν τόπο καταναγκαστικής εργασίας εκατοντάδων γυναικών, αλλά και σημείο αναφοράς όσων ζούσαν εκτός νόμου – χασισοπότες και χασισέμποροι, κλέφτες, τζογαδόροι, νταήδες και σωματέμποροι σύχναζαν εκεί.
Η Δραπετσώνα ήταν, επίσης, αγαπημένο στέκι των ρεμπετών και κάποιοι από αυτούς είχαν αγαπητικές στα Βούρλα.
Τα Βούρλα ήταν ο «πάτος του πληρωμένου έρωτα», όπως μας εξηγεί η Τέτη Σώλου, συγγραφέας του βιβλίου «”Κάτι να Μείνει από Μένα”: Πόρνες στα Βούρλα» (εκδ. Ars Libri), το οποίο αποτελεί μια σπάνια έρευνα για τη λειτουργία του περίφημου «μπορντέλου-στρατώνα», κυρίως τη δεκαετία του ’30.
Αποτελούνταν από έξι σειρές κτιρίων, που ανά δύο έβλεπαν σ’ έναν υπαίθριο διάδρομο. Εκεί οι γυναίκες κατανέμονταν με μοναδικό κριτήριο την ηλικία.
Στο πρώτο τμήμα, το «αριστοκρατικό» και το πιο πολυσύχναστο, ζούσαν κορίτσια από 14-18 ετών. Στο δεύτερο, γυναίκες από 18-40 και στο τρίτο, που ήταν γνωστό ως «τα κατσικάδικα», λόγω της δυσοσμίας και της εγκαταλειμμένης του όψης, γυναίκες από 40-50 χρονών.
Η τιμή διαμορφώνονταν, επίσης, αναλόγως την ηλικία. Μια ταβέρνα, ένα καφενείο, ένα ιατρείο και το οίκημα της Χωροφυλακής συμπλήρωναν τον χάρτη των Βούρλων.
Οι γυναίκες που ζούσαν εκεί, είχαν συλληφθεί από την Αστυνομία επειδή δεν είχαν χαρτιά. Οι περισσότερες έφεραν κάποιο αφροδίσιο νόσημα.
Αφού τις έστελναν υποχρεωτικά στο θεραπευτήριο του Συγγρού, στη συνέχεια τις έκλειναν στο συγκρότημα των Βούρλων. Η αστυνομία τις επιτηρούσε μέρα και νύχτα.
Δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από εκεί, παρά μόνο όταν τους χορηγούνταν άδεια.
Ο εγκλεισμός γυναικών που το κράτος θεωρούσε «ελαφρών ηθών» εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς.
Για αρχή, ο εργολάβος που είχε την κυριότητα και την εκμετάλλευση του κτιρίου είχε συμφωνήσει με τον δήμο Πειραιά ότι κανένας «οίκος ασωτίας» και καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε νόμιμα να παρέχει υπηρεσίες σεξ στον Πειραιά έξω από τη μάντρα των Βούρλων.
Για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό, ο εργολάβος κήρυξε ένα σιωπηλό κυνήγι μαγισσών στον Πειραιά. Περισσότερες γυναίκες κλεισμένες στα Βούρλα σήμαινε μεγαλύτερο κέρδος για τον εργολάβο και φυσικά, τον δήμο.
Αλλά η τεράστια ασβεστωμένη μάντρα που χώριζε τα Βούρλα από τον υπόλοιπο κόσμο, πέρα από ένα φυσικό όριο, αποτελούσε και έναν συμβολικό διαχωρισμό ανάμεσα στις τίμιες, έγγαμες και υγιείς γυναίκες και τις «σάπιες εταίρες» ή τις «γυναίκες της αμαρτίας», όπως τις αποκαλούσαν οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής.
Ένας διαχωρισμός που αντιλαμβάνονταν και οι ίδιες, αφού όπως γλαφυρά περιγράφει η Τέτη Σώλου στο βιβλίο της,
«Οι μόνες γυναίκες που περνούσαν την πορτάρα των Βούρλων ήταν κάτι θεούσες, που άρχιζαν την κατήχηση στα κορίτσια ότι αυτό που κάνουν είναι ντροπή και να κοιτάξουν ν’ αλλάξουνε δουλειά και τα παρόμοια, λες και οι κοπέλες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα και προτίμησαν το επάγγελμα της πόρνης ως το καλύτερο από τα υπόλοιπα […]
Πάντως οι γυναίκες των Βούρλων όταν έβλεπαν θεούσες, τους ορμούσαν κανονικά φωνάζοντας “απάνω τους!” και τις πλάκωναν στο ξύλο και τις ξεμάλλιαζαν
Γι’ αυτό και όταν έμπαινε καμιά του κατηχητικού, οι χωροφύλακες της έδιναν μία σφυρίχτρα, να σφυρίξει σε περίπτωση ανάγκης, για να τρέξουν να τη γλιτώσουν».