Ήταν 8-1-2016 όταν πάρθηκε αυτή η συνέντευξη. Με τον Μίμη Στεφανάκο μας συνδέει μια μεγάλη φιλία πριν αρκετά χρόνια, όχι βέβαια όταν έπαιζε στον Ολυμπιακό γιατί την εποχή εκείνη ήταν το ίνδαλμά μου και έπαιζα τις φωτοφραφίες του σε μορφή τσιγγάκια από τα περίπτερα, με τους συμμαθητές μου στο Δημοτικό σχολείο.
Αλλά ας ξεκινήσουμε την συνέντευξη και να έχετε υπομονή να την διαβάσετε όλη ο Μίμης ήταν Άρχοντας μέσα και έξω από τα γήπεδα με το τεράστιο χιούμορ του. Είναι εκλεγμένος από 614 δημοσιογράφους στην καλύτερη ενδεκάδα του Ολυμπιακού όλων των εποχών.
Να κάνουμε γνωστή την ενδεκάδα, Ολυμπιακός:Παναγιώτης Κελεσίδης, Ηλίας Ρωσσίδης, Μίμης Στεφανάκος, Μάρτιν Νοβοσέλατς, Ανδρέας Μουράτης–Κώστας Πολυχρονίου, Θανάσης Μπέμπης, Γιώργος Δεληκάρης, Γιώργος .Σιδέρης, Νίκος Αναστόπουλος, Βασίλης Μποτίνος.
Ήταν ο Σούπερ Σταρ της εποχής, 1956-1966 ο «Αυτοκράτορας» της μπάλας, ο κούκλος του κινηματογράφου. Όλα τα περιοδικά και οι εφημερίδες της εποχής εκείνης τον είχαν στα πρωτοσέλιδα. Πρόκειται για τον ασύγκριτα φινετσάτο σέντερ-μπακ του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο με το σπάνιο Αυτοκρατορικό στυλ, που όμοιό του δεν υπήρχε στον κόσμο όλο.
Ο Μπεκενμπάουερ είχε εμφανιστεί νωρίτερα στα γήπεδα της Ελλάδος από τον Φράνς Μπεκενμπάουερ της Γερμανίας, στο πρόσωπο του Μίμη Στεφανάκου. Ναι η εμφάνιση και το στιλ του ο τρόπος που έστεκε να αντιμετωπίσει τους κυνηγούς δεν το είχε κανένας ούτε ο μεγάλος Φράνς Μπεκενμπάουερ.
Ήταν αξεπέραστος σε στυλ και προσωπικότητα. Επανειλημμένα εκφράσθηκαν γι αυτόν ξένοι αθλητές και παράγοντες του ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα θα άφηνε άφωνο όλο τον κόσμο αν έπαιζε στην Ευρώπη αν έπαιρνε στα «σοβαρά» το ποδόσφαιρο. Είχε πει στον Σούλη άλλωστε ότι παίζει για πλάκα.
Ασχολιόταν παράλληλα και με τον Κινηματογράφο και γενικά σαν νέος έκανε άστατη νυκτερινή ζωή. Πέραν απ’ αυτό όμως ο Ολυμπιακός ίσως να μην είχε καταλάβει τι θησαυρό είχε στην άμυνα του, και δεν προσπάθησε να τον κρατήσει στην ενδεκάδα του παρά τις πιέσεις του προπονητή Μάρτον Μπούκοβι στη διοίκηση της ερυθρόλευκης ΠΑΕ.
Τον Φεβρουάριο του 1966 ο Μίμης Στεφανάκος πετάει για το Γιοχάνεσμπουργκ στα 29 του. Πήρε με τον Ολυμπιακό 4 νταμπλ, πέντε πρωταθλήματα , 8 κύπελλα Ελλάδος και ένα Βαλκανικό κύπελλο το 1963. Είχε συνολικά 182 συμμετοχές στο πρωτάθλημα, 41 στο κύπελλο Ελλάδος. Επίσης είχε 8 Ευρωπαϊκά παιχνίδια, 5 με 6 παιχνίδια για το Βαλκανικό κύπελλο, και 8 συμμετοχές στην Εθνική Αντρών και 29 με την Εθνική Ενόπλων.
Το πρώτο ματς για τον Μίμη Στεφανάκο με την φανέλα του Ολυμπιακού ήταν για το Πειραϊκό πρωτάθλημα με τους Φιλάθλους στις 29-9-1957 με νίκη του Ολυμπιακού 3-0 (σκόρερ Καραφουλίδης Πολυχρονίου). Μέχρι το 1959 η θέση του ήταν αριστερό μπακ.
Μετά τον αγώνα με την Μίλαν στην Ιταλία στις 23-9-1959 (ήττα του Ολυμπιακού με 3-1 για το κύπελλο πρωταθλητριών) πήρε την φανέλα με το Νο 5 όπου διέπρεψε. Το τελευταίο ματς πρωταθλήματος ήταν στις 27-6-1965 με την ΑΕΚ (3-3 στα Φιλαδέλφεια σκόρερ Παύλος Βασιλείου, Γ.Σιδέρης, Μποτίνος Ηλίας Παπαγεωργίου 2 και Μίμης Παπαϊωάννου).
Για τον Μίμη Στεφανάκο, το τελευταίο ματς με την φανέλα του Ολυμπιακού ήταν με την Γουέστ-Χάμ στο Άρτον Πάρκ (4-0 ήττα του Ολυμπιακού 24-11-1965 για το κύπελλο κυπελλούχων). Η αρχοντιά του Μίμη Στεφανάκου φάνηκε όταν ο Ολυμπιακός έπαιξε στις 30-11-1961 για το κύπελλο κυπελλούχων με την Ντιναμό Ζιλίνα στο στάδιο Ζιλίνσκι και έχασε 0-1. Τότε πήγε στο κέντρο του γηπέδου και έδωσε συγχαρητήρια σε όλους τους παίκτες της Ζιλίνα και οι φίλαθλοι ρωτούσαν μετά ποιό είναι το όνομα του.
Ο Μίμης Στεφανάκος, όπως μας είπε, έχει ξεχωρίσει στην καριέρα του τρείς παιχταράδες και ο Δομάζος δεν είναι μέσα στους τρείς. Πρόκειται για τους Θανάση Μπέμπη, Αντρέας Μουράτη ενώ θεωρεί πληρέστερο ποδοσφαιριστή τον Τάκη Λουκανίδη. Ήταν και μεγάλος καρδιοκατακτητής των γυναικών. Την φράση «κορίτσια ο Μπάρκουλης» μας είπε πως την έβγαλε αυτός.
Συγκεκριμένα, όταν πλησίαζε η Μάρθα Καραγιάννη μια μέρα που ερχόταν μαζί με την Σπεράντζα Βρανά εκείνος αναφώνησε για να τις πειράξει την γνωστή σε όλους φράση, «κορίτσια ο Μπάρκουλης». Με την Μάρθα Καραγιάννη παντρεύτηκαν το 1961 και το 1963 μετά από 22 μήνες γάμου ύστερα από το χαμό του μόλις 5 ημερών παιδιού τους. Έκανε αρκετούς δεσμούς ( οι πιο γνωστές Λάουρα, Τζένη Βάνου, Mελίνα Μερκούρη, Σπεράντζα Βρανά, Έφη Οικονόμου), τέσσερις γάμους ενώ έχει αποκτήσει δύο παιδιά. τον Πέτρο, και την Ανδριάνα.
Τον συναντήσαμε σε καφέ – στέκι των Βετεράνων του Ολυμπιακού, στο Πασαλιμάνι, και μας μίλησε για όλα.
-Μίμη Στεφανάκο, ποια ήταν η πρώτη επαφή σου με το ποδόσφαιρο;
Γεννήθηκα στην Καλαμάτα την Πρωτοχρονιά του 1937. Η καταγωγή της οικογένειας μας είναι από το Κουλούμι, 6 χιλ. από το Δυρό. Το 1942 εγώ η μάνα μου και η αδερφή μου μπαίνουμε στο τρένο για την Αθήνα με ένα λάχανο και λίγα πορτοκάλια για το δρόμο. Η κυκλοφορία δεν επιτρεπόταν στους δρόμους, οι Γερμανοί ήταν στην Αθήνα, και δεν μπορούσαμε να βρούμε την Νονά μου. Έτσι μείναμε στην πλατεία Κάνιγγος στο Ξενοδοχείο Φλωρεντία στην αρχή.
Αργότερα πήγαμε στα Εξάρχεια, ο πατέρας μου ήταν Αξιωματικός του στρατού και ήταν στην Αίγυπτο τα χρόνια της κατοχής. Φτάνουμε στο 1950 είμαι 13 χρ. και παίζουμε το τόπι στην οδό Τοσίτσα και όταν έφευγε το τόπι, έφθανε στην οδό Πατησίων, εκτός και σταμάταγε σε κανένα δέντρο. Οι γείτονες μας έσκιζαν το τόπι όταν έσπαγε κανένα τζάμι.
Όταν πήγα στον Ολυμπιακό όλοι αυτοί λέγανε α… το Δημητράκη τον είχαμε σαν παιδί μας στην αγκαλιά μας ενώ η αλήθεια ήταν ότι τρώγαμε το ξύλο της αλεπούς. Αργότερα παίζαμε μπάλα κανονική στου Στρέφη και στο Λυκαβηττό. Το 1952 γράφτηκα στην Υπεροχή Νεαπόλεως, ομάδα Β Εθνικής χωρίς να πάρω δραχμή, ήμουν 15χρονών. Νο 5 έπαιζε ο Σταύρος Τσώχος, και παίζαμε στο γήπεδο Ζωγράφου. Εγώ τότε έπαιζα αριστερό μπακ.
-Στο κολυμβητήριο του Παναθηναϊκού πότε γράφτηκες;
Το 1954. Ήμουν καλός κολυμβητής αλλά δεν το προτίμησα. Εκείνη την χρονιά ήμουν και στην Εθνική Νέων, θα πηγαίναμε στην Ισπανία να παίξουμε μπάλα, εγώ δεν είχα πάει ούτε στην Λάρισα. Με είχαν σίγουρο ότι θα υπέγραφα στον Παναθηναϊκό κι εγώ κρυβόμουνα στον Λυκαβηττό.
-Πότε πήγες στον Ολυμπιακό;
-Το 1955 πήγα. Ο Βαγγέλης Χέλμης ήταν από τα Εξάρχεια και με ήξερε καλά. Με πήγε στη Νέα Σμύρνη που έκανε προπόνηση ο Ολυμπιακός και με βάζει να υπογράψω. Του λέω «κ. Ευάγγελε κανένα φράγκο δεν θα πάρουμε»; Να πω ότι είχα πάει και στην ΑΕΚ και τους ζήτησα 5.000 δραχ. και μου λέγανε θα σου δίνουμε κάθε μήνα 500 δραχ. και δεν δέχθηκα. Έτσι υπέγραψα στον Ολυμπιακό αφού πήρα 1.500 δραχ. και άλλες 2.000 δραχ έδωσαν στη μάνα μου.
-Είχες όμως δελτίο στην Υπεροχή Νεαπόλεως!
-Ναι, δεν έχει να κάνει. Αν δεν συμφωνούσε υπήρχε η τιμωρία 2 χρόνια, όπως και έγινε, και μέχρι το 1956 έπαιζα μόνο στα φιλικά αριστερό μπακ. Στον δεύτερο χρόνο το 1957 τα βρήκαν με την ομάδα μου, έδωσαν 5.000 δραχ και μια ποδοσφαιρική εμφάνιση.
Καθιερώθηκα στον Ολυμπιακό από το 1957 σαν αριστερό μπακ στη θέση του Βασίλη Ξανθόπουλου και από το 1959 έπαιζα με το Νο 5. Πήρα την θέση του Σούλη Κίνλευ. Να αναφέρω εδώ ότι την περίοδο 1960-61 με ζητούσαν μεγάλες ομάδες της Ευρώπης, Μπαρτσελόνα, Αούστρια Βιέννης, και Φενέρ-Μπαχτσέ. Φυσικά ο Ολυμπιακός δεν το συζητούσε καν.
-Οι Μπέμπηδες του Ολυμπιακού λένε τα καλύτερα λόγια για σένα, το γνωρίζεις;
-Ήμουν ο μόνος που τους υποστήριζα διότι πολλά παιδιά αδικήθηκαν και δεν προωθήθηκαν στην πρώτη ομάδα ή έπαιξαν λίγα παιχνίδια. Ο Καμπουρόπουλος ήταν πολύ καλός παίκτης και άξιζε να παίξει. Τρείς μόνο παίκτες έπαιξαν πολλά παιχνίδια στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού. Αυτοί είναι οι Μίμης Πλέσσας 138, Νίκος Σιδέρης 82 και Βαγγέλης Μίλησης 68
. Υπήρχαν και δυο παίκτες από τους Μπέμπηδες που ο προπονητής μας Τζίνα Σιμονόφσκι τους ήθελε αλλά για διαφόρους λόγους δεν είχαν καμία συμμετοχή. Πρόκειται για τον Κώστα Δημητρίου και τον Κώστα Μάνο. Μετά από κάθε προπόνηση σχεδόν τους έπαιρνα με το αμάξι μου και πηγαίναμε σε καμιά ταβέρνα γι αυτό δεν με ξεχνάνε τα παιδιά αυτά.
-Πώς ήταν τα αποδυτήρια μαζί με τον Θανάση Μπέμπη το πειραχτήρι;
-Ήταν απολαυστικός, όλους τους πείραζε, πολύ μεγάλος παίκτης ήταν το «κουμάντο» της ομάδος και όταν ο Σάββας Θεοδωρίδης δεν του έδινε την μπάλα να ξεκινήσει επίθεση, τον έβριζε φιλικά πάντα, πέρναγε την μισή αντίπαλη ομάδα με ντρίπλες, πασάριζε στον Ηλία Υφαντή και γκόλ. Το καλύτερο δεκάρι όλων των εποχών ήταν ο Θανάσης Μπέμπης.
-Πως προέκυψε ο κινηματογράφος;
-Το 1961 με φωνάζει για ένα δοκιμαστικό στο στούντιο η παραγωγός και σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου για την ταινία «ο Κομήτης του Χάλευ» γνωστή και ως «Η πόρτα της κολάσεως». Πήγε πολύ καλά, ήταν η πρώτη μου ταινία. Η δεύτερη ήταν το «Αγαπούλα μου», του Δημήτρη Αθανασιάδη με την Άντζελα Ζήλια, Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο και άλλοι.
Στη συνέχεια γύρισα την ταινία «Καραγκούνα» με φουστανέλες, γυρίστηκε στην Αράχοβα, έπαιζε εκεί και ο Γιώργος Καμπανέλης. Σκότωσα για το παιδί μου. Αθήνα ώρα 12. Και τέλος ο Διαιτητής με τον Νίκο Σταυρίδη, Έφη Οικονόμου, Λάουρα, Τάσο Γιαννόπουλο, Φίλιο Φιλιππίδη, Σαπφώ Νοταρά, Δημήτρη Νικολαΐδη . Θα έπαιζα και στα Παιδιά του Πειραιά αλλά είχα υποχρεώσεις με την Εθνική Ενόπλων.
-Πόσα χρήματα έπαιρνες για κάθε ταινία;
-Τα πιο ακριβά κασέ είχαν η Αλίκη Βουγιουκλάκη 64.000 δραχ., ο Κώστας Χατζηχρήστος 40.000 και ο Βασίλης Αυλωνίτης 35.000. Τα δικά μου χρήματα ήταν από 15.000 μέχρι 18.000 δραχ. για κάθε ταινία.
– Να πάμε πάλι στο ποδόσφαιρο. Τι άλλαξε με τον ερχομό του Μάρτον Μπούκοβι το 1965;
-Εδώ υπάρχει ένας μύθος και θα μιλήσω σχετικά για πρώτη φορά. Λένε, ότι δεν με ήθελε ο κ. Μπούκοβι γιατί ξενυχτούσα. Η αλήθεια είναι άλλη, με ήθελε πάρα πολύ, διότι εγώ έπαιζα καλή μπάλα, παρά τα ξενύχτια και τις όμορφες γυναίκες.
«Αν δεν ξενυχτήσει δεν παίζει μπάλα» έγραφαν οι εφημερίδες για μένα. Στο τέλος του 1965 ο κ. Μπούκοβι είχε δηλώσει ότι θα ξεκινήσω το νέο πρωτάθλημα (γιατί άργησε να ξεκινήσει η πρώτη αγωνιστική έγινε 5-12-1965 με τον Εθνικό 5-0) με τρεις παλιούς μόνο παίκτες, εμένα τον Γιάννη Φρονιμίδη και τον Αριστείδη Παπάζογλου.
Όμως εγώ την περίοδο αυτή ήθελα να ανοίξω ένα μαγαζί στο Πέραμα και ζήτησα από την διοίκηση του Ολυμπιακού δάνειο 100.000 δραχ., τα οποία δεν μου έδωσαν ποτέ. Έτσι αποφάσισα να φύγω από τον Ολυμπιακό τον Φεβρουάριο του 1966. Να σημειώσω εδώ ότι είχε ζητήσει το ίδιο ποσόν και ο Γ.Σιδέρης και του τα έδωσαν. Την φανέλα με το Νο 5 την παρέδωσα στον Χρήστο Ζαντέρογλου λέγοντας του «παίξε και μη φοβάσαι τίποτα εγώ φεύγω είμαι βέβαιος ότι θα διαπρέψεις» και δεν έπεσα έξω.
-Πάμε τώρα στην περιπέτεια με τους Ρέιντζερς και τους Κορίνθιας της Νότιας Αφρικής.
-Με βοήθησε ο Γιώργος Αμερικάνος της ΑΕΚ. είχε ένα θείο στο Γιοχάνεσμπουργκ και είχε κανονίσει με τις ομάδες αυτές να πάω να παίξω. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσα να παίξω χωρίς να είμαι ελεύθερος από τον Ολυμπιακό διότι λόγω των διαφορών που είχαν οι Λευκοί με τούς Μαύρους απαγορευόταν από την Ελλάδα να απαντήσουν στην ομοσπονδία των Αφρικανικών χωρών.
Έτσι, φτιάχνω μόνος μου ένα δελτίο ελευθέρας από τον Ολυμπιακό με υπογραφές από τον μπακάλη της γειτονιάς. Πήγα στο Αεροδρόμιο να ταξιδέψω κανονικά. πολύς κόσμος θα με περίμενε με Ελληνικές σημαίες όμως έπεσα πάνω σε απεργία και πήγα με πολλές ώρες καθυστέρηση μέσω Βρυξελλών και όταν έφτασα δεν υπήρχε ούτε γάτα να με υποδεχθεί.
-Τι είχες συμφωνήσει με τους Ρέιντζερς;
-Δύο χρόνια με 32.000 δραχ τον μήνα μισθό. Την επόμενο χρόνο έπαιξα και στην Κορίνθιας και το 1969 ήρθα στην Ελλάδα για Πάσχα και δεν ξαναγύρισα ποτέ εκεί γιατί παντρεύτηκα. Εν το μεταξύ με ζητούσαν από την Αφρική να κατέβω γιατί ήμουν μέτοχος σε Καφέ Μπαρ αλλά ήταν και επικίνδυνο, εκεί έπεφταν συχνά και πυροβολισμοί
.
-Ποια ήταν η μεγαλύτερη στιγμή που έζησες στον Ολυμπιακό;
-Όταν νικήσαμε την Λέφσκι Βουλγαρίας στο Μιτάτ Πασσά στην Κωνσταντινούπολη 1-0 με δικό μου γκολ στο 88’ και πήραμε το Βαλκανικό Κύπελλο.
Είχαμε κερδίσει ένα κόρνερ και κάνω από κοντά με το δεξί το πρώτο σουτ, χτυπάει στο δοκάρι ξανά έρχεται η μπάλα σε μένα και σουτάρω με το αριστερό και πέρασε η μπάλα πάνω από πολλά κεφάλια σύριζα και μπήκε το γκολ.
Έγινε χαμός από τους πανηγυρισμούς στο γήπεδο, αλλά και στην Ελλάδα, που παρακολουθούσαν ραδιοφωνικά. Ήταν το καλοκαίρι του 1963. Και να μην ξεχάσω να πω τις μεγάλες στιγμές που ζήσαμε στον Ολυμπιακό με την νίκη μας επί της Σάντος του Πελέ στις 4-7-1961 με 2-1. σκόρερ Αντώνης Ποσειδώνας 9″ Τάσος Σουρούνης 43″
Το γκολ της Σάντος το έβαλα εγώ (αυτογκόλ) 50″ άλλαξε πορεία η μπάλα γύρισε το σώμα του ο Σάββας αλλά δεν την πρόλαβε.
– Για να σε ρωτήσω τώρα φίλε Μίμη Στεφανάκο τι έγινε στο περίφημο ημιτελικό κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό 17-6-1964 στο 1-1 και οι φίλαθλοι μπήκαν μέσα στην παράταση 116″ και έκαψαν το γήπεδο της Λεωφόρου; Να σου θυμίσω προηγήθηκε ο Ολυμπιακός στο 27″ με τον Αργύρη Νεοφώτιστο και ισοφάρισε ο Δομάζος στο 37″ και την ενδεκάδα θυμάμαι να σου πω,
Ολυμπιακός: Αυγητίδης, Πλέσσας, Παυλίδης, Στεφανάκος, Σημαντήρης, Πολυχρονίου, Γκαϊτατζής, Π.Βασιλείου, Γ.Σιδέρης, Αργύρης Νεοφώτιστος, Αρ.Παπάζογλου.
Η ερώτηση είναι μια και μοναδική το ματς ήταν στημένο;
– Εσύ τα θυμάσαι όλα, λοιπόν με το χέρι στην καρδιά όχι δεν ήταν στημένο με τίποτα. Ήταν κατακαλόκαιρο στα μέσα Ιουνίου με φοβερή ζέστη, κάποια στιγμή λιποθύμησε ο Αριστείδης Παπάζογλου από την ζέστη ήταν και άρρωστος, ο κόσμος δεν το ήξερε βέβαια, εγώ κοίταζα και περίμενα να τελειώσει και το Κύπελλο γρήγορα να πάω στα Νησιά που με περίμεναν οι γκόμενες.
Έχασε μια μεγάλη ευκαιρία ο Σιδέρης σε ένα πολύ κακό ματς από ποιότητα λόγω της ζέστης και μια άλλη μεγάλη ευκαιρία ο Μίμης Δομάζος έχασε το κοντρόλ απέναντι στον Αυγητίδη, έκανε έξοδο ο Παράσχος και επειδή πέρασε από πάνω του ο Δομάζος για να μην τον κτυπήσει οι φίλαθλοι το πήραν στραβά ότι δεν ήθελε να βάλει το γκολ για να γίνει επανάληψη του ντέρμπι για να τα οικονομήσουμε, κάποιος φώναξε είναι πουλημένοι. Οι φίλαθλοι ήταν ανακατεμένοι Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, και έτσι έγινε το ντου.
Τι να οικονομήσουμε τρία κατοστάρικα ήταν το ποσόν που παίρναμε εγώ είχα δυο μαγαζιά στην Κυψέλη εκείνη την εποχή είχα καμιά ανάγκη τα τρία κατοστάρικα;
– Και πως γλιτώσατε από τον κόσμο το ξύλο;
– Εγώ μπήκα στο 100 και έφυγα, δεν με πήραν είδηση, ο Βαγγέλης Πανάκης ντύθηκε εισπράκτωρ των Τρόλεϊ με καπέλο.
– Μάλιστα σε πιστεύω απόλυτα απ, όσα άκουσα άρα εκείνη την χρονιά το κύπελλο δεν το πήρε κανένας είχε προκριθεί η ΑΕΚ για τον τελικό.
– Το κύπελλο έμεινε στον Ολυμπιακό το είχαμε πάρει το 1963 και το ξανά πήραμε το 1965 όταν νικήσαμε στη Λεωφόρο τον Παναθηναϊκό με 1-0 στον τελικό.
– Για να κλείσουμε πια ήταν η χειρότερη στιγμή σου σαν ποδοσφαιριστής;
-Όταν έπαιζα στην Κορίνθιας στο Κάνσας της Αφρικής. Τραυματίστηκα στο γόνατο σοβαρά αρχές 1969 και σταμάτησα το ποδόσφαιρο όταν ήμουν 32.χρ.