Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν άραγε ήρωες ναι υπάρχουν και ειδικά στις δεκαετίες 1950 μέχρι 1980 στα χωμάτινα γήπεδα οι ποδοσφαιριστές ρίσκαραν την σωματική τους ακεραιότητα και έπεφταν πάνω στην μπάλα με αυτοθυσία,για την ομάδα τους για το χρώμα της φανέλας που φορούσαν.
Τα γήπεδα γέμιζαν κάθε Κυριακή ο κόσμος το ποδόσφαιρο το λάτρευε σαν γιορτή το έβλεπε σαν ένα πανηγύρι και όχι σαν πόλεμο που εξελίχθηκε στην σημερινή εποχή
Οι ποδοσφαιρικοί ήρωες, λοιπόν, είναι αμέτρητοι. Άλλοι είναι πιο διάσημοι και πιο πλούσιοι, άλλοι λιγότερο προβεβλημένοι και αφανείς. Άλλοι τρέχουν γρηγορότερα, άλλοι «μαγεύουν» με ένα κοντρόλ ή μια πάσα, άλλοι ντριμπλάρουν κοφτά, άλλοι είναι ατρόμητοι, άλλοι βρίσκουν δίχτυ…
Τον παλιό καλό καιρό, όταν οι τσιμεντένιες εξέδρες συγκέντρωναν κόσμο όποιοι κι αν ήταν οι αντίπαλοι, οι ποδοσφαιριστές φάνταζαν περισσότερο ήρωες χωρίς εισαγωγικά.
Λατρεύονταν σαν θεοί από τους φιλάθλους, οι οποίοι περίμεναν την Κυριακή σαν την ημέρα της άδειας απολύσεως από τον Στρατό.
Βέβαια, υπήρχε και η περίοδος που τα γήπεδα δεν είχαν καν τσιμεντένιες εξέδρες, αλλά ξύλινες. Σε μία τέτοια εποχή, συγκεκριμένα στις 24 Αυγούστου 1946, γεννήθηκε ένας αφανής ήρωας των ελληνικών αγωνιστικών χώρων, ο Τάκης Ρώτας.
Ο βετεράνος άσος μετέφερε ιστορίες από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Sport-Retro.gr. Αναφέρθηκε στις πρώτες του ποδοσφαιρικές αναμνήσεις, την απρόβλεπτη καριέρα και το τέλος της. Μίλησε για τον Θανάση Μπέμπη, τον Σάκη Κουβά, τα γεγονότα που τον σημάδεψαν…
***
-Θα μιλήσετε για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας και το ξεκίνημα στο ποδόσφαιρο;
«Γεννήθηκα στις 24 Αυγούστου 1946 στον Πειραιά, ακριβώς κάτω από το Στάδιο Καραϊσκάκη. Το σπίτι μου ήταν εκεί που είναι τώρα τα πάρκινγκ για τους VIP. Το γήπεδο είχε μόνο δύο γωνιακές εξέδρες. Οι ποδοσφαιριστές άλλαζαν κάτω απ’ αυτές και άφηναν σε καρφιά τα ρούχα τους.
Θυμάμαι τον Κουρουκλάτο, τον Τσανακτσή, τον Μουράτη που ήταν και γείτονάς μου… Μου φώναζαν ‘πιτσιρίκο, πήγαινε φέρε καμιά γκαζόζα’. Υπήρχαν 10-15 γκαζόζες μέσα σε κάτι σπασμένα τελάρα και όποιος προλάβαινε. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με το ποδόσφαιρο.
Στην περιοχή έδρευαν τέσσερις ομάδες: ο Ολυμπιακός, ο Εθνικός, ο Ατρόμητος Πειραιά και ο Πειραϊκός. Δεν υπήρχε Β’, Γ’, Δ’ Εθνική, παρά μόνο η Α’ η «μεγάλη» και η Α’ η «μικρή». Η διαφορά τους ήταν ότι η «μικρή» είχε 3 καλούς παίκτες, ενώ η «μεγάλη» έπαιρνε 3 από ‘δω, 3 από ‘κει, 3 από παραπέρα και έφτιαχνε μια σπουδαία ποικιλία.
1958: Η παιδική ομάδα του Πειραϊκού
Στον Ολυμπιακό ήταν η εποχή που ο Τζίνα Σιμονόφσκι έκανε τους «μπέμπηδες» (σ.σ. χαρακτηρισμός «δανεισμένος» από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που αποδόθηκε στην «ερυθρόλευκη» φουρνιά νεαρών του 1960). Πλέσσας, Καμπουρόπουλος, Μίλησης, Μπαρμπαλιάς, Μάνος κ.τ.λ.
Δυο-τρία χρόνια νωρίτερα, εγώ είχα πάει σε μία προπόνηση του Εθνικού. Μου έδωσαν να φορέσω ένα σλιπάκι κάποιου πολύ ψηλού αμυντικού κι εγώ το πάταγα! Δεν άντεξα την πλάκα των φίλων μου και σηκώθηκα κι έφυγα.
Πήγα, λοιπόν, στον Πειραϊκό που ήταν δίπλα. Το 1958. Δώδεκα χρονών σκάρτα. Και ήμουν μαζί με τον Γιώργο τον Παπαμανώλη (σ.σ. Παπαεμμανουήλ). Ο Ανδρέας είχε μόλις φύγει για τον Παναθηναϊκό.
Τη σεζόν 1959-60 έπαιζε ο Πειραϊκός έναν αγώνα στο γήπεδο της Νίκαιας στις 11 το πρωί. Εμείς ως πιτσιρικάδες τους είχαμε πάρει από πίσω για να δούμε και να μπιζάρουμε την ομάδα. Ξαφνικά βγαίνει από τα αποδυτήρια ο προπονητής, ο Γιώργος Καλτσάς, και μου λέει ‘πιτσιρίκο, κατέβα κάτω’. Είχε τραυματιστεί ένας βασικός. Μου λέει ‘θα παίξεις αριστερό μπακ’. Εγώ τότε δεν ήμουν ούτε 14!
Την επόμενη χρονιά έγινα το σέντερ μπακ της ομάδας. Ήμουν αρχηγός από το 1962 μέχρι το 1968 που έφυγα. Είχα τεράστιους συμπαίκτες, όπως ο Αραβαντινός που πήγε στον Ολυμπιακό μετά, ο Καπατσώρης που είχε γυρίσει από τον Ολυμπιακό, ο Χατζηανδρέου που πήγε στον Παναθηναϊκό μετά… Πολλά παιδιά που έπαιζαν σπουδαία μπάλα».
1959: Η εφηβική ομάδα του Πειραϊκού
-Τότε είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και οι αγώνες μεταξύ των Μικτών ομάδων.
«Ήμουν μέλος και της Μικτής Πειραιώς. Συνήθως τα καλοκαίρια διεξάγονταν πρωταθλήματα με τις αντιπροσωπευτικές ομάδες των περιοχών. Τερματοφύλακες ήταν οι Θανάσης Κυριακίδης, Μίλτος Βρεκούσης και μετά ο προπονητής έλεγε «Ρώτας». Στην πορεία μπήκε ο Δεληκάρης, ο Τσαβαρής και άλλοι σπουδαίοι παίκτες.
Θυμάμαι έναν τελικό με τη Μικτή Αθηνών στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εκείνοι με Τομαρά, Δημητρίου, Ουσταμπασίδη, Μωραϊτέλη, Καπερνέκα, Ρούσσο… Κι εμείς με Δεληκάρη, Παππά, Λ. Φραντζέσκο, Μιχελή… Είχαμε μία ωραία ομάδα. Τότε, είχε αναλάβει πρόεδρος στην ΕΠΟ ο Γιώργος Δέδες, ΓΓΑ ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης και στον Πειραιά ο κ. Βογιατζής.
Εμείς είχαμε την τύχη να διαθέτουμε έναν εκπληκτικό δεξιό εξτρέμ, τον Τάκη Ντιτσινάκη, που τον θεωρώ από τους καλύτερους που έχουν περάσει. Έκανε και πλάκες όμως. Σ’ αυτόν τον τελικό, λοιπόν, κάποια στιγμή περνά την μπάλα κάτω απ’ τα πόδια του μπακ. Την κοντρολάρει, του την ξαναπερνά κάτω απ’ τα πόδια, βάζει τα γέλια, «έξω» του λέει ο διαιτητής για διακωμώδηση του αθλήματος!
Τέλος πάντων, κερδίζει πέναλτι η Αθήνα, το βάζει και με το 1-0 κατακτά το κύπελλο. Εμείς το παίρναμε με ισοπαλία. Στο φινάλε μπερδεύονται οι αμυντικοί τους, ισοφαρίζουμε 1-1 και το παίρνουμε εμείς. Στ’ αποδυτήρια έρχεται ο πρόεδρος της ΕΠΣ Πειραιά, ο Βογιατζής, μας μοιράζει συγχαρητήρια κ.τ.λ. Και μετά μας λέει: ‘Σας έχω κι ένα δυσάρεστο: o κ. Ασλανίδης τιμώρησε με έναν χρόνο τον Ρώτα και τον Φραντζέσκο!’»
1964: Ασημομύτης, Παπαδόπουλος, Κάνσος, Ρώτας, Αναστασιάδης
-Μήπως είχατε κάνει κάτι αντιαθλητικό στο παιχνίδι;
«Τίποτα απολύτως. Ποτέ μου δεν ακούμπησα αντίπαλο εκτός από μία φορά. Αναφέρομαι στον αείμνηστο Μανώλη Ρακιντζόγλου, που ήταν σέντερ φορ της ΑΕΛ. Έπαιζα χαφ εγώ τότε. Μου ρίχνει, λοιπόν, μια κλωτσιά στο γόνατο και χάνω το φως μου. Είχα προπονητή τον Θανάση Μπέμπη και μου λέει ‘Τάκη, να σε αλλάξω’. Του λέω ‘κ. Θανάση, αν με αλλάξεις, θα ξανάρθω’.
Και στο τελευταίο λεπτό, ενώ χάναμε 1-0, κερδίζει ένα κόρνερ η ΑΕΛ. Πάω κοντά του και του λέω ‘φίλε, αυτό που μου έκανες, θα το πληρώσεις’. Και του ρίχνω μια γροθιά. Μιλάμε ήταν πανύψηλος και με μια μαλλούρα σαν του Όσκαρ Αλβαρέζ.
Πέφτει κάτω, εγώ φεύγω σαν να μην τρέχει τίποτα. Ο διαιτητής δεν το είδε, οι βοηθοί δεν το είδαν, το είδε η εξέδρα όμως… Αυτός σηκώνεται και δεν ήξερε ποιος τον χτύπησε. Πήρε στο κυνήγι τον πρώτο που είδε μπροστά του (γέλια)».
1966: Μικτή Πειραιά
-Μετά τον Πειραϊκό τι ακολούθησε;
«Το καλοκαίρι του 1968 είχε έρθει να με βρει ο προπονητής Αλέξης (Αλεξέι) Πέτροβιτς για να με πάει στον Απόλλωνα. Ερχόταν και μ’ έπαιρνε από τον σταθμό του Φαλήρου και πηγαίναμε στη Ριζούπολη. Θυμάμαι ένα πολύ μελαχρινό παιδί, τον Υφαντή, που έπαιζε επιθετικός. Ήταν ο Πορίχης, ο Βερτσώνης, ο Σιμιγδαλάς…
Με την τιμωρία, όμως, που είχα δεχθεί εγώ ο Πέτροβιτς δεν με ήθελε. ‘Τάκη μου, τι να σε κάνω με έναν χρόνο στην πλάτη;’, μου είχε πει. ‘Εντάξει, κυρ-Αλέξη’, του απαντώ εγώ. Την επόμενη χρονιά μου λέει ο Γιώργος Βενετούλιας από την «Αθλητική Ηχώ»: ‘Τάκη, σε θέλει ο Καρέλλας στον Εθνικό’.
Πάω στο σπίτι του, παθαίνω την πλάκα μου. Μου κάνει πρόταση. Προπονητής τότε ο Βικ Μπάκιγχαμ και βοηθός ο Κώστας Τσάκος.
Εθνικός τότε με Κρητικόπουλο, Νικηφοράκη, Λεβεντάκο, Χατζηϊωαννίδη… Έχω πάει, λοιπόν, και κάνω μια φοβερή προετοιμασία με τον Βικ Μπάκιγχαμ.
Καλοκαίρι 1969. Μια μέρα εμφανίζεται μια κουρσάρα έξω απ’ το σπίτι μου και βγαίνει ο Τσαχειλίδης ο μεγάλος. Και μου λέει ‘καλά ρε, εσύ είσαι Ολυμπιακός και θα πας στον Εθνικό;’ Μου είπε επίσης ότι ήθελε να με δει ο Στιέπαν Μπόμπεκ που ήταν τότε προπονητής στον Ολυμπιακό!
Μπαίνω στ’ αυτοκίνητο, πάω στην προπόνηση, κάνω ένα διπλό ως χαφ και τα πήγα πολύ καλά, γιατί προερχόμουν κι από την προετοιμασία με τον Εθνικό. Μετά πήραν εμένα και τον Σπύρο Καπερνέκα και μας πήγαν στη λέσχη του Ολυμπιακού για να υπογράψουμε.
Μπαίνει μέσα ο Σπύρος και εγώ περιμένω έξω. Όπως περιμένω, λοιπόν, έρχεται ο Ηλίας Υφαντής, ο Θανάσης Μπέμπης κι άλλοι δύο. Μου λένε ‘ρε συ, θα σε φάνε εδώ, δεν πας σε καμιά άλλη ομάδα που θα παίξεις σίγουρα;’»
-Οπότε, Βύζας Μεγάρων…
«Ναι, αποφάσισα να πάω εκεί. Έκανα δύο σεζόν, το 1969-70 στην Α’ Εθνική (σ.σ. 11 συμμετοχές) και το 1970-71 στη Β’ Εθνική. Μιλάμε για ομάδα που είχε Σάκη Κουβά, Μίλτο Σεϊταρίδη (σ.σ. ο θείος του Γιούρκα), Νίκο Σεβαστόπουλο, Οδυσσέα Πασσαλή, Γιάννη Διπλάρα, Διονύση Σκριβάνο…
Τραυματίστηκα σε ένα φιλικό παιχνίδι με τον Αχαρναϊκό. Έπαιζα χαφ. Μπαίνω στην περιοχή, δίνω την μπάλα σε συμπαίκτη να βάλει γκολ και, ταυτόχρονα, ο αντίπαλος τερματοφύλακας πέφτει πάνω στο γόνατό μου και μου κάνει τη ζημιά».
-Αυτό ήταν το τέλος της καριέρας σας;
«Όχι, όταν τελείωσε η δεύτερη σεζόν ο Θανάσης Μπέμπης, ο οποίος ήταν τότε προπονητής στον Ασπρόπυργο, μου πρότεινε να πάω εκεί. Πράγματι έπαιξα τρεις χρονιές στη Β’ Εθνική και μετά πήγα στο Κορωπί το καλοκαίρι του 1974. Με προπονητή τον Κώστα Πολυχρονίου.
Κάνω προετοιμασία, δίνουμε κάποια φιλικά, ετοιμαζόμαστε για το πρωτάθλημα. Πριν από ένα ματς είμαι στο ξενοδοχείο και ετοιμάζω προσκλητήρια για τη βάπτιση της δεύτερης κόρης μου. Εκεί σκέφτομαι το εξής: Τρίτη με Παρασκευή προπόνηση, Σαββατοκύριακο ταξίδι ή ξενοδοχείο. Πότε θα βλέπω τα παιδιά μου; Μετά το παιχνίδι μπαίνω στ’ αποδυτήρια και λέω ‘Σταματάω το ποδόσφαιρο’. Αυτό ήταν. Στα 28 μου.
Ήταν να μου δώσουν 5.500 δραχμές, την προκαταβολή. Και ο Πολυχρονίου μου είπε ότι θα τις πάρω την Τρίτη. Του λέω ‘μαστρο-Κώστα, με τα χρήματα αυτά θα κάνετε ένα τραπέζι στα παιδιά από μένα’. Ο γενικός αρχηγός μου ζήτησε να παίξω ένα φιλικό με την ΑΕΚ. Πράγματι αγωνίστηκα και νικήσαμε 2-0.
Μετά μου πρότειναν να κάνω προπονήσεις στη Γυμναστική Ακαδημία για να μην πηγαίνω στο Κορωπί που ήταν μακριά. Έγινε 1-2 βδομάδες αυτό, αλλά μετά μου ζήτησαν να πηγαίνω Κορωπί. Τότε ήταν που είπα οριστικά «στοπ».
Είχα αρχίσει και μία καλή επιχείρηση με γυναικεία εσώρουχα που απασχολούσε 15-20 άτομα. Σκέψου ότι πήγαινα στα ξενοδοχεία πριν από τα παιχνίδια και είχα μαζί μου τη λίστα με τις παραγγελίες.
Εγώ είχα μετακομίσει πια στο Μοσχάτο. Την επόμενη χρονιά με έπιασαν από την τοπική ομάδα και μου είπαν να παίζω εκεί για να τους βοηθήσω. Δέχθηκα εγώ με τον ίδιο μισθό που έπαιρναν οι παίκτες, αλλά μόλις πήγα να υπογράψω με πιάνει ένας και μου λέει ‘Τάκαρε, πες τους ότι εγώ σ’ έφερα εδώ’. Μετά έρχεται ένας άλλος και μου λέει το ίδιο. Όπως καταλαβαίνεις έφυγα κατευθείαν».
1970 Βύζας (από πάνω αριστερά προς τα κάτω δεξιά): Σεϊταρίδης, Κυριακίδης, Σεβαστόπουλος, Διπλάρας, Μπαλόπουλος, Σκριβάνος, Ρώτας, Εμμανουήλ, Μωραΐτης, Σταυρίδης, Κουβάς
-Θέλουμε μία αναφορά στον Σάκη Κουβά.
«Εκπληκτικός παίκτης. Έπαιζε «δεκάρι» και περιφερειακός σέντερ φορ. Φοβερή τεχνική και ντρίμπλα. Δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε καλό κεφάλι. Σαν τον Μίμη Παπαϊωάννου ένα πράμα. Το πιο καλό το έχει πει ο Τάκης Οικονομόπουλος: ‘Όταν ήταν να σουτάρει, δεν μπορούσα να ψυλλιαστώ που θα πάει η μπάλα’».
-Ποια φορά τρομάξατε περισσότερο στο γήπεδο;
«Όχι. Παίζουμε στα Χανιά. Παίκτης του Πειραϊκού εγώ τότε. Γίνεται μία κόντρα με τον Ρίζο και πέφτει κάτω άτσαλα. Το γήπεδο δεν είχε εξέδρες, παρά μόνο κάτι κάγκελα.
Με τον Γιώργο Καλαφατά του Αργοναύτη
Ο κόσμος θεώρησε ότι το έκανα επίτηδες. Αρχίζουν, λοιπόν, να μπουκάρουν μέσα. Πέφτουν πάνω μου, τρώω χτυπήματα στο πρόσωπο…
Είναι ένας τρελός και βγάζει ένα μαχαίρι! Πετάγεται ο προπονητής, τον βρίσκει με το μαχαίρι στο σακάκι και εκεί σταμάτησε η φάση».
-Τρομερό.
«Να σου πω και τη συνέχεια;»
-Υπάρχει και συνέχεια;
«Σε αυτό το ματς έπαθα διάσειση από τα χτυπήματα. Εκείνη την περίοδο ήμουν στο Λιμενικό. Μου λένε στο νοσοκομείο ότι δεν πρέπει να φύγω. Εγώ τους απάντησα ότι έπρεπε να φύγω γιατί είχα βάρδια στο Υπουργείο. Φεύγουμε, λοιπόν, τη Δευτέρα με το «Ηράκλειον» και γυρίζουμε Πειραιά.
Την Τρίτη το πλοίο επιστρέφει στην Κρήτη. Και την Τετάρτη προς Πέμπτη έχω βάρδια στο Κέντρο Ασυρμάτων του Υπουργείου και πήραμε το SOS που έλεγε ότι βουλιάζει το «Ηράκλειον».
Πηγαίναμε συνέχεια με αυτό το παλιοπλοίο. Τότε οι καμπίνες ήταν στρογγυλές και είχαν ένα λεβιεδάκι. Πηγαίναμε εμείς, βγάζαμε το λεβιεδάκι και κλειδώναμε μέσα τους συμπαίκτες μας για πλάκα. Για κάνε το συνειρμό… Αλλά όπως και να ‘χει, ελάχιστοι σώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Επί δύο μέρες παίρναμε τα μηνύματα όλα στο Υπουργείο…»