Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από την πρώτη κρίση του κορωνοϊού και μετά παρακολουθώ την αγωνιώδη προσπάθεια των μικρών συνοικιακών καταστημάτων να επιβιώσουν.
Με γονείς μικροεμπόρους έχω ζήσει για πολλά χρόνια την αγωνία αν κάναμε σεφτέ τις δύσκολες μέρες και τί ταμείο κάναμε στο κλείσιμο. Αν θα βγει το νοίκι και πώς θα κάνει γιορτές η οικογένειά μας.
Μέρες καλές, μέρες κακές, μέρες αγωνίας γιατί η αγορά δεν είναι ποτέ σταθερή και ο έμπορος ποτέ δημόσιος υπάλληλος.
Με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια από το 2010 η αγορά γνώρισε μια παρατεταμένη κρίση που πρώτα απ’ όλα έθιξε τα μικρομάγαζα. Τα προηγούμενα χρόνια χιλιάδες από αυτά έκλεισαν.
Πάνω που φάνηκε πέρυσι μια αχτίδα αισιοδοξίας για όσα επιβίωσαν, ήρθε η πανδημία να τσακίσει ό,τι απέμεινε.
Ήρθαν οι παραγγελίες μέσω διαδικτύου να καταφέρουν ένα ακόμη χτύπημα στα μαγαζιά της πόλης μας. Υπήρχε η ελπίδα ότι κάτι θα σωθεί αν δουλέψουν τις ημέρες των γιορτών.
Αλλά ούτε αυτό φαίνεται ότι μπορεί να γίνει. Αμφιβάλλω αν έστω τα μισά μαγαζιά μπορούν να δουλέψουν με το σύστημα click away. Ας προσπαθήσουν να το κάνουν έστω και στρεβλά.
Κι εμείς όλοι ας αποφασίσουμε ότι θα στηρίξουμε αυτή την προσπάθεια.
Από εδώ και μπρος ας ξεχάσουμε το διαδίκτυο, ας βρούμε τους μαγαζάτορες της πόλης μας, τους γείτονές μας και ας συνεννοηθούμε μαζί τους για το πώς θα ψωνίσουμε απ’ αυτούς.
Ας εξαντλήσουμε τις ανοχές μας και τα όρια της νομιμότητας για σώσουμε ό,τι σώζεται.
Είναι οι διπλανοί μας, είναι οι δικοί μας άνθρωποι είναι η πόλη μας και έχει σημασία να είναι ανοιχτά και αύριο τα μαγαζιά τους.
Εξαρτάται και από εμάς.
Όχι άλλα κλειστά μαγαζιά. Ας σκεφτούμε ότι θα μπορούσαμε να είμαστε στη θέση τους και ας προσπαθήσουμε να ψωνίσουμε, όσο μπορεί ο καθένας, από την πόλη μας.
Ας φροντίσουμε σήμερα γιατί αύριο θα είναι αργά.
Εξ’ άλλου όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού σου γρήγορα η φωτιά θα έρθει και σε σένα.