Τα τελευταία χρόνια ο ερχομός του ρεύματος της Ελληνικής τραπ δίχασε πάλι τη χιπ χοπ κοινότητα, πάνω κάτω με το ίδιο σκεπτικό.
Το αν και κατά πόσο, δηλαδή, αυτό που προβάλλουν τα νέου τύπου κομμάτια ανταποκρίνεται σε κάτι αληθινό, πράγμα που δείχνει κάπως αδύνατο.
Η διάχυτη ναρκοκουλτούρα, ο συνειδητός μισογυνισμός, μιξαρισμένα με το σκεπτικό του παράνομου, νεόπλουτου, που είχαν οι Νοτιαμερικανοί του ’90, περνιέται στα πιο διαδεδομένα, ελληνικά τραπ κομμάτια.
Όμως, αυτή η εσκεμμένη υπερπροβολή μιας δήθεν παράνομης ζωής μέσα στη χλιδή καταλήγει κενή νοήματος στα Ελληνικά δεδομένα. Ακόμα και τα πιο κακόφημα Ελληνικά γκέτο που προμοτάρει ο Billy Sio, είναι μια αχνή εκδοχή μπροστά στους βαρόνους κοκαΐνης της Αργεντινής και στο εμπόριο όπλων στη Νότια Αμερική.
Οι βεβιασμένες κόπιες με επιτηδευμένα ακραία θεματολογία μπορεί να έχουν εφήμερη αποδοχή, όμως ξεθωριάζουν γρήγορα στο χρόνο, μιας και δεν έχουν κάτι το πρωτότυπο να δείξουν.
Το χαρακτηριστικό της Ελληνικής τραπ μουσικής επίσης είναι ότι ο στοίχος δεν παίζει κανέναν ρόλο στην παραγωγή, πολύ φτωχός με υπερβολική χρήση του auto-tune. που έχει σαν σκοπό ο ακροατής να δίνει βάση στην εικόνα και στο χορευτικό μέρος του τραγουδιού χωρίς να τον ενδιαφέρει το μήνυμα των στοίχων.
Στον αντίποδα η Ραπ είτε μέσα από μια ανεξάρτητη παραγωγή είτε μέσα από μια δισκογραφική, κρατάει την ταυτότητά της όσο αντιστέκεται στους συμβιβασμούς όσο προβάλλει το πηγαίο και την απλή καθημερινότητα.
Αν θέλουμε να το σκεφτούμε και αλλιώς, κατ’ ουσία ν είναι αδύνατο να υπάρξει εμπορική εκδοχή του ραπ (ίσως και εν γένει της τέχνης), αφού αυτόματα αναιρεί τον εαυτό του… Μόλις χάσει την ορμή του, αλλάζει ριζικά ώστε καταλήγει σε κάτι άλλο, κάτι εντελώς διαφορετικό.