Όταν εν μέσω πανδημίας καταθέτεις ένα νέο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο, μάλλον βιάζεσαι και θες ν’ αποφύγεις το δημόσιο διάλογο και έλεγχο αλλά και τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Όταν στην πορεία προς την (ουσιαστικά κλειστή) Βουλή, στο νομοσχέδιο προστίθενται στο «παρά πέντε» 60 και πλέον νέα άρθρα, τότε μάλλον το βλέπεις ως ευκαιρία παροχής εκδουλεύσεων και διευκολύνσεων σε διάφορα συμφέροντα ακόμα και με φωτογραφικές διατάξεις.
Όταν όλοι οι φορείς προστασίας του περιβάλλοντος ζητάνε την απόσυρση του νομοσχεδίου κι όλοι οι επιστημονικοί φορείς διαφωνούν, τότε λίγο πείθεις παρουσιάζοντας τις αντιδράσεις ως «στείρα αντιπολίτευση».
Όταν η πανδημία επιβεβαιώνει την ανάγκη ενός ισχυρού θεσμικά και καλά στελεχωμένου δημόσιου τομέα, που να μπορεί να ελέγχει και να επεμβαίνει, αλλά την ίδια στιγμή οι περιβαλλοντικές μελέτες και έλεγχοι δίδονται σε ιδιώτες και το υποστελεχωμένο δημόσιο με fast track διαδικασίες θα σφραγίζει– εγκρίνει μελέτες εντός 30 ημερών (από 45 που ισχύει σήμερα), τότε θεσμοθετείς την απόσυρση κάθε δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου, αποκλείεις τις τοπικές κοινωνίες και αφήνεις τη διαχείριση του περιβάλλοντος στις «δυνάμεις της αγοράς»…
Όταν, στον απόηχο της πανδημίας, όλοι συμφωνούν ότι απαιτείται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο με ενίσχυση των δημόσιων πολιτικών και υποδομών σε κρίσιμους τομείς της παραγωγής και της οικονομίας και ταυτόχρονα ιδιωτικοποιείς το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) της χώρας, μάλλον υιοθετείται η αγοραία νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία: «πουλάμε, ό,τι πωλείται» .
Όταν παρακάμπτεις τις αποφάσεις του ΣτΕ στο θέμα των οικιστικών πυκνώσεων και των δασικών χαρτών, δηλαδή νομιμοποιείς αυθαίρετα με τη γνωστή διαδικασία της εξαίρεσης κατεδάφισης, όταν αλλάζεις χρήσεις γης στο ιστορικό κέντρο επιτρέποντας μεγάλα ξενοδοχεία, τότε επιβεβαιώνεται η παροιμία «βρήκαμε παπά, να θάψουμε καμιά δεκαριά».
Όλα αυτά έχουν συνέπειες στη ζωή όλων μας.
Για παράδειγμα, στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιά η επέκταση ισχύος των ΑΕΠΟ από 10 σε 15 και δυνητικά ως 21 χρόνια σημαίνει ότι για μια σειρά βιομηχανικές εγκαταστάσεις στο θαλάσσιο μέτωπο (εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, εγκαταστάσεις χημικών και διαχείρισης αποβλήτων, εταιρείες σκυροδέματος, λιμάνι) χάνεται η δυνατότητα επανελέγχου και επαναξιολόγησης με βάση την επιστημονική γνώση και εμπειρία που θα ‘χει παραχθεί, αλλαγές στις συνθήκες αλλά και εκτίμηση των σωρευτικών αλλαγών που έχουν επέλθει σε μια ευρύτερη περιοχή.
Σημαίνει νέες παρατάσεις στη λειτουργία επικίνδυνων εγκαταστάσεων μέσα στον αστικό ιστό, νέα προβλήματα με τις βυθοκορήσεις στο λιμάνι του Πειραιά, επαναφορά κρίσιμων ζητημάτων στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων, με ορατό τον κίνδυνο η περιοχή αυτή να ξαναγίνει η πίσω αυλή της Αττικής.
Σημαίνει ότι οι αγώνες που δόθηκαν, τη προηγούμενη περίοδο, για νέους δημόσιους και ελεύθερους χώρους, για νέες ζώνες πρασίνου, για αποκεντρωμένη διαχείριση των αποβλήτων, με όσα θετικά αποτελέσματα καταγράφηκαν τα τελευταία χρόνια στο δύσκολο μνημονιακό περιβάλλον, κινδυνεύουν να ακυρωθούν.
Ίδια ή ανάλογα θέματα θα καταγράψουμε και σ’ άλλες περιοχές, αφού τα διδάγματα απ’ το «Μάτι», τη «Μάνδρα», τη «Χαλκιδική» ξεχάστηκαν, μόλις έκλεισαν οι κάμερες με το γνωστό τηλεοπτικό show των… «…κλαδεμάτων στο οικόπεδο ΜΑΤΙ», χωρίς να ακολουθήσει ούτε ένα μέτρο για την ανάταξη και θωράκιση της περιοχής.
Και τέλος, κάθε ισχυρισμός περί «διευκόλυνσης των επενδύσεων», συγκαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο του Νομοσχεδίου – τερατουργήματος. Στο όνομα της «ανάπτυξης» δίνεται λευκή επιταγή που θα υπονομεύσει την ποιότητα ζωής, εκθέτοντας την κοινωνία στις οδυνηρές συνέπειες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, αναγορεύοντας τα κέρδη πάνω απ’ τους ανθρώπους.