Εκδήλωση Μουσείου Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων για την Διεθνή Ημέρα Μουσείων

 

Κάθε γεγονός που μου δίνει τη δυνατότητα να επιστρέφω στο χώρο που έζησα και εργάστηκα για πάνω από 38 χρόνια, εκτός από έντονα συναισθήματα και αναμνήσεις, μου δίνει την ευκαιρία να αναστοχάζομαι.

Με την απόσταση του χρόνου και του χώρου, που σου επιτρέπει να στέκεσαι έξω από τη ρουτίνα και τη φθορά της καθημερινότητας, η σχέση με το μέσο αποκτά ένα νέο περιεχόμενο.

Ένα περιεχόμενο που δεν είναι απλά νοσταλγικό, αλλά ξαναβλέπει και ξανασκέφτεται πάνω στο ρόλο, στη σημασία, στην επιρροή που έχει ασκήσει ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδος.

Ξαναγυρνώντας πίσω, οι «ξύλινοι συρμοί» αποκτούν μια διάσταση που υπερβαίνει το μουσειακό έκθεμα, την «επέτειο» και μαζί με τα εκθέματα που διασώζει το Μουσείο αλλά και τον εμβληματικό σταθμό του Πειραιά ορίζουν εκ νέου στο ανθρώπινο μέτρο, το σιδηρόδρομο.

Ένα μέσο που πάντα και παρά τις γκρίνιες ταυτίστηκε με την ασφάλεια, τη συνέπεια στις διαδρομές του, το λαϊκό του χαρακτήρα αλλά και τη διαφορετική αισθητική σε σύγκριση με τα άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Στην χώρα μας σταθμοί και συρμοί δεν ευτύχησαν να αναδειχθούν σε ισχυρούς και αυτόνομους πόλους της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως εδώ και δεκαετίες συμβαίνει σ’ όλη την Ευρώπη.

Η προσπάθεια να διασωθεί η ιστορία και η εξέλιξη του μέσου, ως αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας και της εξέλιξης της τεχνικής και της τεχνολογίας, να αναδειχθεί η σημασία των σταθμών για την ιστορία της αρχιτεκτονικής και τον τρόπο που αυτή υπηρέτησε με μοναδικό τρόπο τις απαιτήσεις της χρήσης, πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση.

Να εξελιχθεί από πρωτοβουλία και «μεράκι» του Μανώλη και των απόμαχων, σε συγκροτημένη πρωτοβουλία της εταιρείας, του Υπουργείου Πολιτισμού και της Αυτοδιοίκησης.

Πέρα από την υλικότητα, αυτό που αξίζει να καταγραφεί και να διαφυλαχθεί είναι το άϋλο μέρος της. Όχι απλά ως μια καταγραφή αναμνήσεων, αλλά ως μια παρακαταθήκη εμπειριών και αντιλήψεων των εργαζομένων στα τραίνα.

Αυτοί που δεν τα είδαν μόνο ως μέσο για το μεροκάματο και το βιοπορισμό, αλλά τ’ αγάπησαν, δέθηκαν μαζί τους, τα λειτούργησαν και τα διαχειρίστηκαν με εκείνο το μοναδικό σεβασμό που μόνο στην κουλτούρα των εργαζομένων, της εργατικής τάξης που θα λέγαμε κάποτε, συναντάμε.

Σήμερα, που οι σιδηρόδρομοι εκσυγχρονίζονται σε μέσα και υποδομές, που διευρύνονται ως δίκτυα και αλλάζουν την όψη αλλά και τις λειτουργίες της πόλης σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, είναι σημαντικό να ξαναδούμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς ως μέρος της μεγάλης εικόνας των δημόσιων υποδομών της χώρας μας που συνιστούν και συγκροτούν μέρος κάθε σχεδίου ανάπτυξης και προκοπής, ανασυγκρότησης και προοπτικής, που δεν νιώθει να έρχεται σε ντιρεκτίβες, αλλά ως ένα δημόσιο και με κοινωνικό χαρακτήρα δίκτυο μεταφορών, που πάντα βρίσκει τρόπο, χρόνο, χώρο και μέσα για να εκφράσει ένα διαφορετικό πρότυπο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.